ασυνόδευτος

ασυνόδευτος
-η, -ο (Μ ἀσυνόδευτος, -ον)
αυτός που δεν συνοδεύεται από κάποιον άλλο
νεοελλ.
1. (για τους νεκρούς) αυτός που ενταφιάζεται χωρίς τη συνοδεία συγγενών και φίλων
2. φρ. «δέμα ασυνόδευτο» — αυτό που αποστέλλεται με επιβατηγό μέσο χωρίς να το συνοδεύει αυτός που το ετοίμασε
μσν.
αυτός που δεν συνοδεύει κάποιον άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασυνόδευτος — η, ο ο χωρίς συνοδό, ασυντρόφευτος: Στην εποχή μας τα κορίτσια γυρίζουν ασυνόδευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”