- ασυνόδευτος
- -η, -ο (Μ ἀσυνόδευτος, -ον)αυτός που δεν συνοδεύεται από κάποιον άλλονεοελλ.1. (για τους νεκρούς) αυτός που ενταφιάζεται χωρίς τη συνοδεία συγγενών και φίλων2. φρ. «δέμα ασυνόδευτο» — αυτό που αποστέλλεται με επιβατηγό μέσο χωρίς να το συνοδεύει αυτός που το ετοίμασεμσν.αυτός που δεν συνοδεύει κάποιον άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.